crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Days Of Future Past

Lyubomir Bukov photography
Το καλοκαίρι είναι η εποχή που με φέρνει συχνότερα στο χθες. Μικρές στιγμές ιδρώτα και αναμνήσεων που επιφέρουν μεγάλες ανατριχιαστικές αλλαγές, σαν το πέρασμα του αλλόκοσμου κομήτη που μετατρέπει τους νεκρούς σε λαίμαργα ζόμπι, η αλλιώς η σκληρή υπενθύμιση ότι μεγαλώνω. Κάθε πισωγύρισμα όμως είναι και μια – έστω μηδαμινή- νίκη απέναντι στον χρόνο…

Και κοίτα να δεις τι θυμήθηκα πάλι…
Εκείνο το μικρό σπιτάκι με την τεράστια αυλή, την προσωπική μου Μέση Γη, τον κόσμο που έχτισαν με κόπο και αγωνία ο παππούς και η γιαγιά μου, δυο ακόμα από τους χιλιάδες ήρωες που προσπάθησαν κάποτε να κάνουν καλύτερη αυτή την χώρα. Βρίσκομαι στην αυλή πάνω από τον κήπο και κάτω από το πυκνό φύλλωμα μιας υπέροχης κληματαριάς που έχει ήδη καρποφορήσει, καθισμένος στο τραπέζι με το κλασσικό καρό πλαστικό τραπεζομάντιλο, παρακολουθώντας με προσοχή τον παππού μου να καθαρίζει αγκινάρες (που έχει μαζέψει από τον κήπο). Μου δίνει και μασουλώ τα σκληρά φύλλα της αγκινάρας (το λευκό μέρος στην άκρη του φύλλου είναι εξαιρετική λιχουδιά) και περιμένω ανυπόμονα πότε θα φτάσει στην καρδιά του φυτού. Αυτή την χνουδωτή καρδιά μου την σερβίρει πάντα σε ένα πιατάκι με λεμόνι και αλάτι. Λατρεύω αυτή την γεύση και το μούδιασμα που προκαλεί στην γλώσσα μου. Από το παραθυράκι της μικροσκοπικής κουζίνας, φτάνει η μαγευτική μυρωδιά από το «λουκούλλειο» μεσημεριανό που ετοιμάζει η γιαγιά μου: πατάτες τηγανητές και αβγά μάτια… Το καλύτερο γεύμα στον κόσμο! Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως πάντα οι γιαγιάδες φτιάχνουν τα καλύτερα αβγά μάτια!

Μόλις έφαγα την καρδιά της αγκινάρας, η γιαγιά βγήκε στην αυλή σκουπίζοντας τα χέρια της πάνω στην ολόλευκη ποδιά της (ποτέ δεν λέρωνε τις ποδιές της). Άνοιξε το μικρό της πορτοφολάκι και μου έδωσε χρήματα (ναι, ήταν δραχμές!), λέγοντας μου τι ήθελε να της ψωνίσω από τον μπακάλη στην γωνία. Τι άλλο; Ντομάτες και λίγη φέτα. Ο κυρ Πανέτσος, ο μπακάλης της γειτονιάς, είχε ένα μικρό μαγαζάκι με ελάχιστα πράγματα που όμως όλα μοσχοβολούσαν. Ντομάτες, πιπεριές, φράουλες, καρπούζια, τα έβρισκες μόνο το καλοκαίρι. Σε εκείνα τα πάντα δροσερά παλιά μπακάλικα, τα εποχιακά προϊόντα ήταν όντως εποχιακά. Οι νοικοκυρές έπρεπε να περιμένουν το καλοκαίρι για να μαγειρέψουν γεμιστά, τον χειμώνα για να φάνε καρότα, σπανάκι η μήλα. Έτσι, όλα αυτά τα λαχανικά και τα φρούτα είχαν αξία. Αξία και γεύση!

Εκείνη η γειτονιά ήταν ένας ολόκληρος κόσμος. Υπήρχαν μονάχα 2-3 μεγάλες πολυκατοικίες και όλα τα άλλα ήταν μικρά σπιτάκια με περιποιημένες αυλές. Ο δρόμος ήταν γεμάτος παιδιά που έπαιζαν και περιπλανώμενους μικροπωλητές που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Αξέχαστος θα μου μείνει ο ψαράς με το τρίκυκλο – η φωνή του ακουγόταν τόσο δυνατή λες και είχε εγκαταστήσει κρυφά ηχεία μέσα στα σπίτια- και ο καρεκλάς που επιδιόρθωνε εκείνες τις παλιές ψάθινες καρέκλες και φώναζε μελωδικά: «καρεκλαααααααας…»! Η εικόνα που είχες ήταν αυτή μιας φτωχής γειτονιάς, αλλά ο κόσμος ήταν χαμογελαστός και βάδιζε με το κεφάλι ψηλά. Δε μπορούσες να αναγκάσεις εκείνους τους ανθρώπους να σκύψουν. Είχαν περάσει πολλά και ήταν περήφανοι. Άνθρωποι ταλαίπωροι μα δυνατοί που δεν πρόδωσαν ποτέ μια χωρά που ανέκαθεν τους πρόδιδε. Θέλει αρχίδια η περηφάνια και η αξιοπρέπεια. Ελάχιστοι όμως το καταλαβαίνουν αυτό.

Όταν η μητέρα μου ήταν μικρή, ο παππούς είχε ένα σκύλο, τον Ντικ. Τα ψώνια στον μπακάλη τα έκανε ο Ντικ! Ο παππούς έδενε στο κολάρο του σκύλου την λίστα με τα ψώνια και ο Ντικ πήγαινε στον μπακάλη. Ο μπακάλης έβαζε σε μια σακούλα τα πράγματα (ποτέ δεν ήταν πολλά – μονάχα τα απαραίτητα) και την έδινε στον Ντικ. Εκείνος έπιανε την σακούλα με τα δόντια του και έτρεχε χαρούμενος πίσω στο αφεντικό του. Δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω τον Ντικ. Μου είπαν ότι χάθηκε, καταλάβαινα όμως πως του είχε συμβεί κάτι πιο άσχημο. Ένα από τα κολάρα του Ντικ κοσμούσε πάντα τον τοίχο στην υπαίθρια αποθήκη-εργαστήρι του παππού μου, σαν πολύτιμος πίνακας που αγοράστηκε την τελευταία στιγμή σε κάποια δημοπρασία. Βέβαια τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πολυτιμότερο από τον εκπληκτικό αυτόν σκύλο.

Τα περισσότερα από τα παιδικά μου χρόνια και κυρίως τα καλοκαίρια, τα πέρασα στο σπιτάκι του παππού και της γιαγιάς. Τα πρωινά έπαιζα στην αυλή με τα αυτοκινητάκια με τα πετάλια που είχε βρει και ανακατασκευάσει ο παππούς ή τον παρακολουθούσα να φυτεύει φυτά και να μπολιάζει τα δέντρα. Τα μεσημέρια τρώγαμε κάτω από την κληματαριά και μετά κοιμόμασταν 1 ωρίτσα στο πάντα δροσερό σπιτάκι. Το απόγευμα έπαιζα με τα υπόλοιπα παιδιά στην γειτονιά και όταν νύχτωνε καθόμουν με την γιαγιά στην αυλή κοντά στην αυλόπορτα δίπλα σε μια ροδιά και την άκουγα να μου διηγείται ιστορίες ενώ χάζευα το φεγγάρι να σκάει μύτη πίσω από τις κορφές του Υμηττού. Έμαθα από νωρίς πως τα πιο απλά πράγματα είναι τα πολυτιμότερα και τα πιο αυθεντικά. Έχασα όμως εξίσου νωρίς αυτή την ανυπέρβλητη αλήθεια. Ο κόσμος άλλαξε και ο παππούς και η γιαγιά έφυγαν πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε. Τώρα που βλέπω πόσο αμείλικτα μου συμπεριφέρεται ο χρόνος, απορώ και αδυνατώ να κατανοήσω όλη αυτή την πολυπλοκότητα που κυριάρχησε στις ζωές μας. Είχαμε πάντα τις βάσεις για να πράξουμε το σωστό μα ποτέ δεν το κάναμε. Η ανθρωπότητα (για να μην το περιορίσω μόνο στην Ελλάδα) πρέπει να είναι καταραμένη!

Υποτίθεται πως θα ψώνιζα ντομάτες και φέτα, αλλά δεν θα το κάνω. Οι σκέψεις μου ταξιδεύουν πολύ γρήγορα για να προλάβω να τις αποτυπώσω και μάλλον ξέχασα τι ήθελα να πω. Το ξέχασα η δεν θέλω να συνεχίσω; Κάνει πολύ ζέστη και αυτό το καλοκαίρι είναι πολύ δύσκολο. Και όσο τελειώνει τόσο δυσκολεύει. Μάλλον δεν θέλω να συνεχίσω. Για λίγα λεπτά το έκανα το πισωγύρισμα μου. Και κάθε πισωγύρισμα είναι και μια – έστω μηδαμινή- νίκη απέναντι στον χρόνο. Ο χρόνος μπορεί αν το θέλει να σε ισοπεδώσει, αλλά δε μπορεί να σου στερήσει τις αναμνήσεις. Ένα πισωγύρισμα ήθελα να κάνω, έτσι για να καταπολεμήσω την ζέστη και το εκνευριστικό (μα λατρεμένο συνάμα) τραγούδι των τζιτζικιών. Ένα μάλιστα έχει αράξει στο κάγκελο του μπαλκονιού και η θορυβώδης αναζήτηση του για θηλυκή συντροφιά, σκεπάζει τη μουσική που ακούω. Με εκνευρίζει αλλά το αφήνω επίτηδες. Θέλω να δω αν θα τα καταφέρει! Πόση ώρα πρέπει να φωνάζεις «τζιτζιτζιτζιτζι…» για να πηδήξεις; Αν πιάσει το κόλπο, ίσως το δοκιμάσω και εγώ!!!
«τζιτζιτζιτζιτζι…»….

Είσαι ζωντανός όταν σου λείπουν τόσα πολλά; Εννοώ, είναι σημάδι ζωής η παραίτησης; Μοιάζει με παράδοση στην όποια μοίρα προσπαθεί να υποκλέψει την ζωή σου, ίσως όμως δεν είναι έτσι… Όσα και όσοι μας λείπουν θα μπορούσαν να είναι ο οδηγός μας για κάτι καλύτερο, ο χάρτης που δεν σημειώνει τις εναλλακτικές διαδρομές αλλά την αρχή της πορείας, τον δρόμο που ξεκινήσαμε να ακολουθούμε κι έπειτα παρεκκλίναμε. Η μπορεί να είναι όλα όσα επιθυμούμε και αντικρίσαμε σε βλέμματα άλλων. Όσα θέλουμε μα δεν τολμούμε η δεν ξέρουμε πως να διεκδικήσουμε. Μπορεί να είναι και όσα απλά έφυγαν και δεν θα γυρίσουν ποτέ. Η ευκαιρία που αφήσαμε να χαθεί. Πισωγυρίσματα… Έχει λόγο ύπαρξης ο τίτλος αυτού του μονολόγου, το βλέπω πλέον καθαρά.

Αν έπρεπε η ήθελα να κρατήσεις κάτι απ’ όλα αυτά που σου είπα και δεν γνωρίζω (ούτε θα μάθω ποτέ) αν άντεξες να διαβάσεις, είναι μονάχα αυτό:  
Τα πιο απλά πράγματα ήταν ανέκαθεν τα πολυτιμότερα και τα πιο αυθεντικά...



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com