crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Λουκιανός Κηλαηδόνης – Ένας Cowboy στον Παράδεισο...


«Aν ποτέ πεθάνω, αν λέμε, αν, κάψτε ένα πιάνο κι ένα μπουφάν. Καίτε ένα αμάξι κάθε δειλινό, θέλω και τάξη, θέλω και χαμό. Δε θέλω φιέστες ούτε φωνές, τρεις μαζορέτες μ’ άσπρες στολές, ξανθούλες. Και κάποια μπάντα στο πουθενά να παίζει «Τα θερινά σινεμά». Θέλω ένα πάρτυ μες στο γκαζόν, κάποια Τετάρτη ίσως μ’ άπειρα γκαρσόν. Θα `χει ποτά για όλους, πιείτε ένα τζιν, δύο βότκες και δε θέλω μαύρα μόρτες, θέλω μπλου-τζιν…»…
Λουκιανός Κηλαηδόνης «Κούφια η Ώρα»

Η πόρτα στο saloon είναι κλειστή, η αίθουσα είναι γεμάτη κόσμο και η ατμόσφαιρα αποπνικτική από τον καπνό των τσιγάρων και τη μυρωδιά φθηνού ουίσκι. Ο μπάρμαν σκουπίζει με μανία ένα ψηλό ποτήρι, το οποίο δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ για να σερβίρει κάποιον. Τα τραπέζια είναι γεμάτα φωνακλάδες πελάτες, άλλοι παίζουν χαρτιά άλλοι τσακώνονται, άλλοι κάθονται μόνοι στην σκιά αναπολώντας ίσως, καλύτερες μέρες. Στην σκηνή 5 καλλίγραμμες χορεύτριες λικνίζονται αισθησιακά στον ρυθμό του καν-καν και σε μια γωνιά, ένας μοναχικός καουμπόι παίζει πιάνο. Φροντίζει πάντα η παρουσία του να περνά απαρατήρητη αλλά η μουσική του να κάνει αίσθηση. Παίζει χαρούμενες μελωδίες με jazz ηχοχρώματα, τραγουδά καυστικούς σατυρικούς στίχους με μια υπέροχη θεατρικότητα, μα σαν η ώρα περάσει και ο κόσμος ησυχάσει, οι νότες του ακολουθούν μελαγχολικά μονοπάτια, αναπολούν και ονειρεύονται, αισιοδοξούν ή κατηγορούν. Όταν οι πελάτες μεθύσουν όσο χρειάζεται και οι περισσότεροι φύγουν, ο πιανίστας καταπιάνεται με τραγούδια πολιτικά, κοινωνικά, ερωτικά, προσέχοντας πάντα να περνά απαρατήρητος αλλά να κάνει αίσθηση η μουσική του. Μέχρι τα φώτα να σβήσουν…

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης είναι μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή καλλιτεχνική προσωπικότητα και το έργο του παραμένει μοναδικό. Αδιαφορώντας για το ουτοπικό star system, έστηνε λιθαράκι λιθαράκι το μουσικό του οικοδόμημα χωρίς να παρασυρθεί στιγμή από τις κλασικές προκλήσεις εφήμερης ελληνικής επιτυχίας, υιοθετώντας την συμπαθέστατη περσόνα του αγαπημένου Λούκυ Λουκ (του φτωχού και μόνου καουμπόι που βρίσκεται διαρκώς μακριά από το σπίτι που ποτέ δεν είχε) και δημιουργώντας αθόρυβα την ξεχωριστή του τέχνη.

Ο «Μαέστρος» που σπούδασε Αρχιτεκτονική αλλά τον κέρδισε αμέσως η μουσική, τραγούδησε Γκάτσο και Νεγρεπόντη, έκανε μεγάλη επιτυχία ένα album ορόσημο για την ελληνική μουσική («Μικροαστικά» - κυκλοφόρησε αρχικά παράνομα λόγω δικτατορίας- 1973), έγραψε το soundtrack ενός υποτιθέμενου Film NoirMedia Luz» - 1976 – το μοναδικό ορχηστρικό του album), παρουσίασε το απίστευτο «Fifties και ξερό ψωμί» έναν δίσκο με τραγούδια της δεκαετίας του 1950, έγραψε θεατρική και κινηματογραφική μουσική, συνεργάστηκε με πολλές θεατρικές σκηνές και μεγάλους σκηνοθέτες, παρουσίασε δισκογραφικά για πρώτη φορά στην Ελλάδα τραγούδια που ανήκουν στον χώρο της προφορικής παράδοσης («Αχ! Πατρίδα μου γλυκειά» - 1993), συνεργάστηκε μαγικά με τους Preservation Hall Jazz Band από τη Νέα Ορλεάνη, και θα παραμείνει αιώνια ένας μοναδικός καλλιτέχνης, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα πεπατημένα ελληνικά μονοπάτια. Η θεατρικότητα και η αμεσότητα των στίχων του, η far west αισθητική του, το καυστικό χιούμορ και τα έντονα κοινωνικοπολιτικά του μηνύματα, η αγάπη του για τον κινηματογράφο και το θέατρο και η καρτουνίστικη αντίληψη του, τον καθιστούν μια ξεχωριστή περίπτωση καλλιτέχνη που δεν μπορεί να ξεχαστεί, όσο κι αν τα γνωστά μέσα παραπληροφόρησης προσπαθούν να εξαφανίσουν το έργο του (όπως και πολλών άλλων μεγάλων καλλιτεχνών). Μην ξεχνάμε άλλωστε πως «πυροβολεί πιο γρήγορα κι από τον ίσκιο του» !!!


Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης όμως θα μείνει στην ιστορία για το υπέροχο πάρτι του, το «Ελληνικό Woodstock», εκείνη την μαγική βραδιά του 1983 όπου η Βουλιαγμένη γέμισε με σχεδόν 100.000 κόσμο! Ήταν 25 Ιουλίου και ο Λουκιανός σχεδίαζε μια συναυλία υπό το φως της πανσελήνου, που θα είχε παρείστικα χαρακτηριστικά και θα μπορούσε να παρευρεθεί αρκετός κόσμος. Δεν γνώριζε ούτε φανταζόταν τι απήχηση θα είχε αυτή η συναυλία! Δεκάδες καλλιτέχνες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του (ανάμεσα τους οι, Γιώργος Νταλάρας, Διονύσης Σαββόπουλος, Βαγγέλης Γερμανός (λείπει ο Μάης από την Σαρακοστή; !!!), Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Αφροδίτη Μάνου, Μαντώ κ.α.) και υπήρξαν και άλλοι που ήρθαν απρόσκλητοι, ενώ ενδιάμεσα εμφανίστηκε μια βάρκα με κανταδόρους και η μαντολινάτα του Φώτη Αλέπωρου. Είχαν πουληθεί 25.000 εισιτήρια, μα ο κόσμος που κατέφθασε ήταν τριπλάσιος. Η συναυλία μεταδιδόταν ζωντανά από το ραδιόφωνο, αλλά αυτό δεν αρκούσε. Η παραλιακή οδός ήταν μποτιλιαρισμένη από την Συγγρού και η αστυνομία προσπαθούσε μάταια να βάλει μια τάξη. Τα κάγκελα άνοιξαν και χιλιάδες θεατές ξεχύθηκαν στην παραλία. Για τις ανάγκες της συναυλίας είχε στηθεί μια εξέδρα μέσα στην θάλασσα όπου πάνω της βρισκόταν η ορχήστρα του «φτωχού και μόνου καουμπόι», ενώ οι καλλιτέχνες που τραγουδούσαν πήγαιναν ως εκεί με βάρκα. Ο κόσμος ξεφάντωνε χορεύοντας στην παραλία και μέσα στο νερό, η βραδιά ήταν απίστευτη, η πανσέληνος δέσποζε ψηλά στον ουρανό και υπήρξαν χιλιάδες πυροτεχνήματα. Τα πάντα ξεκίνησαν με αυτά τα τόσο απλά αλλά και τόσο μεγαλόπρεπα λόγια του Λουκιανού, όπου καθισμένος μπροστά στο πιάνο του πλησίασε το μικρόφωνο και είπε: «Καλωσορίσατε στο πάρτι μας!»…

«Το Πάρτι Στην Βουλιαγμένη» ήταν κάτι το μαγικό (πόσο τυχεροί όσοι βρέθηκαν εκεί…), κάτι πρωτοποριακό για τα δεδομένα της Ελλάδας (και όχι μόνο), κάτι που δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά και δε νομίζω πως μπορεί ποτέ να επαναληφθεί. Βουλιαγμένη και Κηλαηδόνης κατέληξαν όροι ταυτόσημοι και τα λόγια που τραγουδούσε ο Cowboy δεν ξεχάστηκαν ποτέ: «Όσοι πηγαίνουν στην Βουλιαγμένη λέει ένας νόμος παλιός, νύχτα με φεγγάρι και είναι λίγο φτιαγμένοι, πάντα την βρίσκουν αλλιώς…». Και το κερασάκι στην τούρτα σε αυτή την υπέροχη βραδιά, το έβαλε ο Διονύσης Σαββόπουλος όταν τραγούδησε: «να μας έχει ο Θεός γερούς, πάντα να ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε…»…


Έχω αλλά δεν θέλω να πω περισσότερα για τον πολυαγαπημένο Λουκιανό Κηλαηδόνη και τις μελωδίες που αγάπησα ακούγοντας τες αρχικά από το νοσταλγικό ραδιοφωνάκι της κουζίνας που κρατούσε συντροφιά στην μητέρα μου, και που φρόντισα αργότερα να γνωρίσω πληρέστερα, γιατί είχαν την παράξενη ιδιότητα να με διασκεδάζουν και συνάμα να με προβληματίζουν, άλλοτε να χαμογελάω χαζοχαρούμενα κι άλλοτε να μελαγχολώ χαζοθλιμμένα. Δε μπόρεσα (δεν ήταν δυνατό) να παρευρεθώ στο αξέχαστο πάρτι του στην Βουλιαγμένη, έχω όμως ταξιδέψει τόσες φορές νοητά ως εκεί, που υπάρχουν στιγμές που θαρρώ πως βρέθηκα πραγματικά σε κείνη την συναυλία και μάλιστα ήμουν ένας από αυτούς που έμειναν μέχρι το ξημέρωμα μέσα στο νερό. Πολλές φορές, δεν είναι τα ταξίδια που κάναμε αξέχαστα, αλλά αυτά που δεν κάναμε. Γιατί τα ταξίδια που δεν κάναμε, είναι που προσπαθούμε να επαναλάβουμε. Δεν είναι;


Τώρα πια το saloon φαίνεται άδειο και σκοτεινό… Εικόνες μοναξιάς και εγκατάλειψης κοσμούν τον έρημο χώρο, η σκηνή είναι σκονισμένη και ετοιμόρροπη, το ξύλινο πάτωμα έχει σαπίσει, τα τραπέζια είναι σπασμένα και στις γωνίες αράχνες στήνουν τις φονικές τους παγίδες. Ο καουμπόι βρίσκεται στον παράδεισο, μα το πιάνο του παραμένει εκεί, στην ίδια γωνία, δίπλα ακριβώς στην σκηνή. Δεν υπάρχει σκόνη επάνω στο πιάνο, δεν είναι ξεκούρδιστο, δε μοιάζει εγκαταλειμμένο. Στέκεται εκεί ατάραχο, όχι σαν μνημείο αλλά ίσως σαν πρόσκληση. Τα πλήκτρα του λαχταρούν χάδια από δάχτυλα, οι χορδές του επιθυμούν την δημιουργία μελωδίας, το πιάνο περιμένει… Αν είσαι προσεχτικός, αν πραγματικά το θέλεις, τότε θα ακούσεις τα βαριά βήματα από τη μπότα με τα σπιρούνια, θα δεις τον καουμπόι να πλησιάζει, να κάθεται ήρεμα μπροστά στο πιάνο και να ξεκινά την παράσταση του, φροντίζοντας η παρουσία του να περνά απαρατήρητη αλλά η μουσική του να κάνει αίσθηση. Μην του μιλήσεις, δεν θα σου απαντήσει. Θα στραβώσει απλά το στόμα του σχηματίζοντας ένα μικρό ειρωνικό χαμόγελο και χωρίς να κοιτάζει κάπου, θα πλησιάσει στο μικρόφωνο και θα πει: «Καλωσορίσατε στο πάρτι μας…»…


* Τα σκίτσα είναι του Ερμή Ατζεμογλου απο το CD "Ενας Καουμπόι στην Βουλιαγμένη" που κυκλοφόρησε ΤΟ ΒΗΜΑ.




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com