crawl

Somewhere over the rainbow...

koumpia

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Φυγή…


Το σκοτάδι σκέπαζε τον δρόμο σαν μαύρο σεντόνι σε εκείνο το κρεβάτι που ανέχτηκε το βάρος μου για τελευταία φορά πριν από 24 ώρες και αποχαιρέτησα χαϊδεύοντας διστακτικά το διπλανό μαξιλάρι λίγες στιγμές πριν την αναχώρηση, και η εντύπωση της καθυστέρησης κάθε άλλο παρά ωθούσε το πόδι να πατήσει περισσότερο το γκάζι. 
Συνέχιζα απρόθυμα μα σταθερά την σιωπηλή μου πορεία, αναλογιζόμενος πως ο παραμικρός δισταγμός είχε την μαγική δύναμη να επιφέρει απότομη αλλαγή του «σχεδίου» και την πανηγυρική επιστροφή εκεί όπου ίσως πραγματικά ανήκω, μα σε αυτή την πορεία δεν υπήρχε θέση για μικρούς δισταγμούς. Η όλη απόπειρα είχε τον χαρακτήρα του προκαθορισμένου. Οι κλεφτές, ανέλπιδες ματιές στον καθρέφτη, εκείνα τα βασανιστικά βλέμματα προς τα πίσω, πίσω εκεί που είχα ξεκινήσει, πίσω σε όσα άφηνα και με άφηναν, δεν αποκάλυπταν τίποτε άλλο παρά σκοτάδι…

Κοιτούσα τρέμοντας ίσια μπροστά, υποκρινόμενος τον αποφασιστικό, τον δυνατό, μα τα υγρά σε όλη την διάρκεια της διαδρομής, μάτια μου, δεν έβλεπαν τίποτε στην πραγματικότητα.  Μονάχα την σκόνη στο παρμπρίζ όπου ένα νοητό δάχτυλο ζωγράφιζε επάνω της αλλόκοτα σχέδια φυγής. Δεν ήταν όμως φυγή… Ήταν υποχώρηση, ήταν αποτυχία, ήταν ντροπή, ήταν ανάγκη. Η ζωή είναι ένας αδυσώπητος φαρσέρ όπου τα αστεία του προκαλούν νευρικά γέλια σε όλους, εκτός φυσικά από τον παθόντα, τον αποδέκτη της φάρσας, εκείνον με το κατακόκκινο από ντροπή, πρόσωπο. Γι’ αυτό και η φυγή, η υποχώρηση, ήταν ξαφνική, ήταν οδυνηρά απότομη, τόσο βιαστική όσο ακριβώς χρειάζεται ώστε να μην προλάβει να γίνει συνειδητή.

Ήταν ένα δύσκολο ταξίδι. Άσχημο, θλιβερό, παγερό από τη μοναξιά και συνοδευόμενο από την βασανιστική εντύπωση πως ήταν λάθος. Περνούσα μπροστά από περιοχές γεμάτες υπέροχες αναμνήσεις, ανάμεσα σε εικόνες που τόσα χρόνια κρύβονται πίσω από τα βλέφαρα και εμφανίζονται κάθε φορά που κλείνω τα μάτια, όμως μέσα σε αυτή την μοναχική και παγερή νύχτα, όλα αυτά, οι περιοχές και οι εικόνες, πονούσαν όσο δεν φανταζόμουν ποτέ ότι μπορεί να πονέσουν. Ήταν ένα μέρος στο οποίο ήμουν ανεπιθύμητος, μα παρόλα αυτά, το αγαπούσα. Όταν νιώθεις διαρκώς μια πίεση ικανή από τη μια στιγμή στην άλλη να σε συνθλίψει, όταν μετατρέπεσαι σε βάρος πάνω σε μια ζυγαριά που μετρά την ευθύνη με το συμφέρον, τότε δεν υπάρχουν λύσεις. Η επιλογή είναι ψευδαίσθηση, κάτι που υπάρχει μονάχα για να προχωρά παρακάτω ανούσιες συζητήσεις. Ένα λάθος ταξίδι που δεν το είχα επιλέξει συνειδητά. Μα ήταν πια πολύ αργά να το διαπραγματευτώ, το σκοτάδι με είχε παρασύρει στην καταθλιπτική του πραγματικότητα…

Το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου, γίνεται ξαφνικά η μεγάλη οθόνη όπου προβάλλεται μια φιλόδοξη ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, από αυτές που λατρεύουν να παρακολουθούν οι κουλτουριάρηδες σινεφίλ. Η προβολή ξεκινά με τα «Προσεχώς», αυτά που πασχίζουν να χτίσουν ελπίδες, την «παρηγοριά στον άρρωστο». Εικόνες και πλάνα όσων υποτίθεται πως θα δεις (και τελικά δεν θα δεις ποτέ), όσων υποτίθεται πως μπορείς να κάνεις (αλλά δεν θα κάνεις ποτέ), προσωπικές και απρόσωπες οπτασίες από ένα μέλλον όμοιο με κουκουλοφόρο ταραξία, έναν γνωστό άγνωστο. Τα «προσεχώς» δημιουργούν προσμονή, το βάλσαμο της αδημονίας, αλλά υπάρχει ένα χαιρέκακο μέντιουμ μέσα μας (μέσα σε όλους μας), ικανό να προβλέπει την αλήθεια και λατρεύει να προειδοποιεί. Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις η προσγείωση είναι ανώμαλη! Και τι προσγείωση… Θύμιζε συντριβή!

Έπειτα ξεκινά η ταινία. Ένας αρκετά ταλαντούχος σκηνοθέτης προσπαθεί με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτει να δημιουργήσει ένα γλυκόπικρο συνονθύλευμα εικόνων και συναισθημάτων, μικρά πράγματα που ραγίζουν την καρδιά, πράγματα όμως που οι σινεφίλ γουστάρουν. Το απέραντο γαλάζιο μιας υπέροχα κρύας θάλασσας, οι στιγμές όπου το βλέμμα πλανιέται χωρίς εμπόδια σε φεγγαρόλουστες νύχτες και σκοτεινούς όγκους βουνών, φιλοδοξίες, ηδονή, ασύνδετες σκέψεις, απογοητεύσεις, θυμός, αδικία, ένα φυσικό μπαλκόνι με θέα στο πέλαγος, ένα χαριτωμένο χρυσόψαρο που έφυγε πρόωρα αλλά αγαπήθηκε τόσο πολύ…

Ο σεναριογράφος είναι ερασιτέχνης. Έχει μερικές καλές ιδέες, η φαντασία του οργιάζει, μα αδυνατεί να χτίσει πλοκή και χάνεται μέσα σε έναν κόσμο χωρίς καμία λογική. Παρουσιάζει ανθρώπους να μιλούν ασταμάτητα χωρίς να έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν, απατεώνες που θησαυρίζουν γιατί στηρίζονται από αυτούς που ξέρουν ότι έχουν να κάνουν με απατεώνες, αδικημένα προσωπάκια που απλώς επιζητούν λίγο παραπάνω προσοχή, υποσχόμενες βοήθειες που δεν έρχονται ποτέ, αδιαφορία και παράλογο προσωπικό συμφέρον, συνομιλητές – κριτές που διαφωνούν διαρκώς και προσπαθούν να μειώνουν τους άλλους… όλα αυτά συγκρούονται με πλάνα περαστικών που εύχονται «καλημέρα», «καλησπέρα» και «καληνύχτα», με γραφικούς ηλικιωμένους που η «ενοχλητική» παραξενιά τους χρωματίζει μουντές γειτονιές, με μια γάτα που παίζει και περιποιείται ασταμάτητα τα μικρά της, με γείτονες που θα σταματήσουν να πουν δυο κουβέντες, με απαράβατους κανονισμούς συγκατοίκησης, με… με… Όλα αυτά είναι απλά τεχνάσματα. Έξυπνες πινελιές του σεναριογράφου σε έναν πίνακα που δεν του μέλλει να ολοκληρωθεί ποτέ…

Ύστερα έρχεται ο επίλογος… Δεν έχει εκπλήξεις, δεν έχει ανατροπές. Ένα προδιαγραμμένο αποτέλεσμα, κάτι που ο παρατηρητικός θεατής έχει προβλέψει από την αρχή. Είναι όμως ένας επίλογος γεμάτος ένταση και συγκίνηση, με μια πικρή γεύση σαν τριπλό Campari χωρίς πάγο. Είναι απλά εικόνες. Αλλά μια εικόνα ισούται με χιλιάδες λέξεις…
Ανέλπιδες τελευταίες απόπειρες μήπως και αλλάξει το πεπρωμένο, κυνήγι μιας ανύπαρκτης τύχης σε πρακτορεία του οπαπ, η θάλασσα (πάντα η θάλασσα…), γλυκές νύχτες, ένα όμορφο αποκοιμισμένο πρόσωπο και η αντίθεση τόσων βραδιών αγχωτικής αϋπνίας, η προσδοκία όσων έπρεπε να γίνουν μα δεν πρόλαβαν να συμβούν… Έπειτα, ερασιτεχνική λόγω θλίψης, οδήγηση μέσα σε λιθόστρωτα στενά, πρόσωπα-σκιές που ήδη σου λείπουν αλλά τα συναισθήματα δε μπορεί να είναι πάντα αμοιβαία, στο βάθος ένα ρομαντικά φωτισμένο κάστρο - το στέκι όπου ο πρωταγωνιστής φέρεται να περνούσε αρκετό από τον βραδινό χρόνο του και τέλος, ασταθή χέρια να τυλίγουν ένα τρεμάμενο κορμί σε μια σφιχτή αγκαλιά, από αυτές που θαρρείς πως αν τις αφήσεις να διαρκέσουν λίγο ακόμα ίσως μπορέσουν να ανατρέψουν το αναπόφευκτο…

Η αυλαία πέφτει στον δρόμο, μια σκοτεινή νύχτα χωρίς φεγγάρι που χαρακτηρίζεται από μια αναγκαστική υποχώρηση που μεταμφιέστηκε σε φυγή για να περάσει απαρατήρητη. Η ταινία δεν είχε μεγάλη διάρκεια (ίσως φοβήθηκαν πως θα γίνει βαρετή) και σίγουρα δεν αναμένεται κάποια συνέχεια. Είναι όμως από αυτές τις ταινίες που αν και δεν είχαν κάτι το συγκλονιστικό να επιδείξουν, θέλεις να τις κουβεντιάσεις, θέλεις να μοιραστείς τα συμπεράσματα σου, θέλεις να προτείνεις εναλλακτικά τέλη. Δεν υπάρχει κανείς όμως για να σε ακούσει. Η προβολή έγινε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου και ήσουν ο μοναδικός θεατής.

Έφτασα στην ώρα μου (30 λεπτά πριν έρθει το πλοίο), αλλά είχα την εντύπωση πως βρισκόμουν εδώ τουλάχιστον 2 μέρες. Ήξερα πως δεν θα είχε κόσμο (οι άνθρωποι τέτοια εποχή έρχονται δεν φεύγουν) αλλά η συνήθεια δεν παύει να είναι συνήθεια. Πληροφορήθηκα πως το πλοίο θα είχε τουλάχιστον 1 ώρα καθυστέρηση. Χαμογέλασα. Με εκείνο το χαμόγελο που δηλώνει κούραση, απελπισία και παραδοχή μοίρας. Δεν μπορούσα να μην συλλογιστώ πως υπήρχε κάτι (μια δύναμη; ) που προσπαθούσε να με πείσει να αλλάξω γνώμη. Είπαμε: η ζωή είναι ο μεγαλύτερος φαρσέρ!

Το μαρτύριο είχε πολλές ώρες ακόμη διάρκεια. Βρισκόμουν μόνο στην αρχή. Η ταινία ταλαιπωρούσε ακόμη τις σκέψεις μου και ήξερα πως θα με βασανίζει για πολύ καιρό ακόμα. Έκανα μερικές βόλτες ρουφώντας με πολύ βαθιές εισπνοές τις τελευταίες εικόνες, σε μια προσπάθεια να τις κάνω να κατοικήσουν μέσα μου όσο γίνεται περισσότερο. Ήξερα όμως πως είναι ανώφελο. Είμαι από αυτούς που πολύ δύσκολα συγκρατούν με ζωηρά χρώματα μια ανάμνηση. Έτσι κι αλλιώς, λένε πως αυτό που θυμόμαστε από κάτι, είναι η τελευταία ανάμνηση της ανάμνησης…

Όταν επέστρεφα (που να προβλέψω τι θα με περίμενε σαν επέστρεφα;) θα καθάριζα καλά το παρμπρίζ του αυτοκινήτου, γιατί γνώριζα πως οι βραδινές προβολές δεν πρόκειται να σταματούσαν (τελικά δεν το καθάρισα). Ο προσωπικός μου κινηματογράφος ήταν ήδη μια αίθουσα ψυχρή, μοναχική και γεμάτη θλίψη, δεν άντεχε περισσότερες προβολές, της ίδιας μάλιστα ταινίας. Εύχομαι να μπορέσω να συναντήσω κάποια στιγμή τον σκηνοθέτη. Ίσως και να τον συγχαρώ, γιατί οι ταινίες που μένουν καιρό στο μυαλό σου, δε μπορεί, κάτι το αξιόλογο πρέπει να έχουν. Το σίγουρο όμως είναι (αν τον συναντήσω) πως θέλω να του προτείνω (ίσως και να του επιβάλλω) κάτι:
«Φιλαράκο…» θα του πω με δήθεν αδιάφορη φωνή και βλέμμα πολύπειρου κινηματογραφικού κριτή, «… σου προτείνω να αποσυρθείς, να αλλάξεις επάγγελμα. Σε παρακαλώ, μην σκηνοθετήσεις ξανά άλλη ταινία…»…

© 2017 Νότης Σφούνης
 




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Πες την γνώμη σου....

Όλα Τα Γίδια Είναι Ίδια - olatagidia.blogspot.com